- δυσμάθεια
- η (Α δυσμάθεια και δυσμαθία)η δυσκολία στη μάθηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσμάθεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμαθείας — δυσμαθείᾱς , δυσμάθεια fem acc pl δυσμαθείᾱς , δυσμάθεια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμάθειαν — δυσμάθεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμαθία — δυσμαθία, η (Α) βλ. δυσμάθεια … Dictionary of Greek